κεραταρχία

κεραταρχία
κεραταρχία, ἡ [κερατάρχης]
η διοίκηση σώματος τριάντα δύο ελεφάντων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κεραταρχία — κεραταρχίᾱ , κεραταρχία commander of a body of thirty two elephants fem nom/voc/acc dual κεραταρχίᾱ , κεραταρχία commander of a body of thirty two elephants fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”